- σαλτάρω
- σαλτάρω, σάλταρα και σαλτάρισα, σαλταρισμένος βλ. πίν. 53——————Σημειώσεις:σαλτάρω : η μτχ. σαλταρισμένος έχει κυρίως τις έννοιες → τρελαμένος ή υπερβολικά αγχωμένος, εκνευρισμένος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σαλτάρω — και σαλτέρνω σάλταρα (λ. ιταλ.) 1. πηδώ: Η γάτα σάλταρε και έπιασε τον ποντικό. 2. τρέχω, πηγαίνω γρήγορα κάπου: Σάλταρε ως το περίπτερο, να μου πάρεις τσιγάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλτάρω — και σαλτέρνω Ν 1. (αμτβ.) τινάζω το σώμα μου σε απόσταση για να αποφύγω ένα εμπόδιο, πηδώ ψηλά, αναπηδώ 2. συνεκδ. κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα 3. μτφ. τρελαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. saltare «πηδώ» (βλ. και σάλτο)] … Dictionary of Greek
σαλτάρισμα — το, Ν [σαλτάρω] 1. τίναγμα τού σώματος σε απόσταση, συνήθως για την αποφυγή ενός εμποδίου, πήδημα, άλμα 2. μτφ. τρέλα, απώλεια τού λογικού … Dictionary of Greek